σολομονόμορφοι

σολομονόμορφοι
και σολομόρφοι, οι, Ν
ζωολ. τάξη πρωτόγονων τελεόστεων ιχθύων με 7 υποτάξεις και 1.000 περίπου αρτίγονα είδη τών γλυκών νερών, τής θάλασσας ή ανάδρομα, μεταξύ τών οποίων είναι τα γνωστά για τη μεγάλη εμπορική αξία τους πέστροφα και σολομός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salmoniformes < salmon «σολομός» + forme «μορφή». Η μορφή τού α' συνθετικού κατ' επίδραση τού ξεν. όρου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σολομίδες — και σολομονίδες, οι, Ν [σολομός] ζωολ. οικογένεια τελεόστεων ιχθύων τής υπόταξης σολομονοειδείς που ανήκει στην τάξη σολομονόμορφοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”